- παραφραγμα
- παράφραγμα-ατος τό1) ограждение, заграждение, бруствер Thuc.2) перегородка Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράφραγμα — breastwork on the top of a wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφραγμα — το, ΝΑ [παραφράσσω] 1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα 2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος τού πλοίου αρχ. 1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας 2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο … Dictionary of Greek
παραφράγματα — παράφραγμα breastwork on the top of a wall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφράκτης — ο παράφραγμα, κν. φρακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] … Dictionary of Greek